υδρεγκεφαλικός

υδρεγκεφαλικός
-ή, -ό
ο υδροκεφαλικός (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδρεγκεφαλικός — ή, ό, Ν [υδρεγκεφαλία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρεγκεφαλία 2. φρ. «υδρεγκεφαλικές κραυγές» ιατρ. δυνατές κραυγές τών παιδιών που πάσχουν από φυματιώδη μηνιγγίτιδα …   Dictionary of Greek

  • υδροκεφαλικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην υδροκεφαλία (βλ. λ.), υδρεγκεφαλικός. 2. αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, ο υδροκέφαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”